Η γιαγιά μου μένει σε μια περιοχή που δεν είναι πολύ γνωστή, τη Νεάπολη Εξαρχείων. Είναι το κομμάτι της πόλης που βρίσκεται μετά τα Εξάρχεια, μέχρι την Λ. Αλεξάνδρας και κάτω από την Ιπποκράτους. Έχει πια αρκετούς ξένους, λόγω των χαμηλών ενοικίων, (κάτω από τη γιαγια μου μένει ο ΕΛΒΙΣ, αλήθεια λεω, έτσι γράφει το κουδούνι), ενώ τα λίγα μίνι μάρκετ και οι ‘Δέλτες’ έχουν σιγά σιγά αρχίσει να κλείνουν και να μένουν άδεια. Γενικά, ως περιοχή, σου δίνει την εντύπωση της απόλυτης εγκατάλειψης. Και είναι λίγο κρίμα, γιατί κάποτε δεν ήταν καθόλου φτηνό να πάρει κανείς σπίτι εκεί.
Ακόμα και το ένα καφενείο, που η γιαγιά μου πήγαινε με τις φιλενάδες της, η Σόνια, έκλεισε κι αυτή, και οι γιαγιάδες δεν έχουν πια που να πάνε.
Έτσι, κάθε φορά που την επισκέπτομαι, περπατάμε κούτσα-κούτσα μέχρι λίγο πιο πάνω, στην ‘Αλεξάνδρα’, ένα από τα λίγα εστιατόρια που έχουν απομείνει στην Αθήνα. Και θα σας πω τι εννοώ με τον όρο εστιατόρια. Είναι αυτά τα καθαρά μέρη με τα χοντρά λευκά τραπεζομάντιλα, και τις καλοσιδερωμένες πετσέτες, που σερβίρουν παραδοσιακή αστική ελληνική κουζίνα, χωρίς παράλληλα να είναι ακριβά. Με καλό και ευγενικό σέρβις και πελατεία σταθερή, κτισμένη με κόπο στα τόσο χρόνια λειτουργίας τους, διαφόρων ηλικιών και τύπων.
Ένα από αυτά και η Αλεξάνδρα, γνωστή σε όσους μένουν στην γειτονία, αλλά και σε όσους αγαπούν το καλό ελληνικό φαγητό. Πίσω ακριβώς από το παρτάκι της Λ. Αλεξάνδρας, σε ένα σπίτι ανακαινισμένο, με παστρική αυλή κατάφυτη και μια αίθουσα αεράτη, με τζαμαρίες που βλέπουν το πράσινο. Εμείς καθίσαμε μέσα λόγω καύσωνα (είναι και 88 χρονών η γιαγιά), και ήταν καλή επιλογή, καθώς η αίθουσα έχει κλιματισμό σε θερμοκρασία δροσιάς και όχι παγωνιάς. Οι τοίχοι είναι βαμμένοι σε ανοιχτή ωχρά, το δωμάτιο ψηλοτάβανο, με εμφανή ξύλινα δοκάρια, πινάκες στους τοίχους, και πολύ φιλόξενη ατμόσφαιρα.
Καλοστρωμένα τραπέζια, όμορφα λευκά πιάτα και κολονάτα ποτήρια, συμβάλλουν στην αίσθηση ηρεμίας και πολιτισμού. Ξεχνάς και τη Αθηνά και την εγκατάλειψη της και τη γειτονία που αργοπεθαίνει, και αφήνεσαι στα χεριά της πολύ ευγενικής κοπέλας η οποία για το καλωσόρισμα φέρνει ένα καλάθι με φρεσκοζυμωμένα καυτά καρβέλια και δυο ντιπ (με τυρί και παστά ελιάς).
Το μενού έχει ποικιλία από παραδοσιακά, αλλά και πιο πειραγμένα πιάτα, φτιαγμένα με αγνά υλικά και πολύ ωραίο λάδι. Είναι ελαφρά γενικά στη γεύση και οι μερίδες αξιοπρεπείς. Τα έχω πια δοκιμάσει σχεδόν όλα, και μπορω να πω με σιγουρια ότι η ποιότητά τους είναι σταθερά πάνω από το μέσο όρο, με συχνές εκλάμψεις πραγματικής τελειότητας.
Αυτή τη φορά πήραμε τηγανιτή φόρμαέλα Αράχοβας με γλυκόξινη σάλτσα ντομάτας, σαλάτα με διάφορα λαχανικά και σάλτσα βαλσάμικο με μελί, ρεβίθια (λίγο απογοητευτικά είναι αλήθεια) και πλευρώτους σχάρας (ένα ζουμερό βουνό από ηδονή…). Για κυρίως η γιαγιά πήρε.. μουσακά (πολύ ελαφρύς με λίγο παραπάνω κανέλα, αλλά τίμιος) και εγώ ζουμερό νοστιμότατο σολoμό ψητό με λαχανικά.
Συνοδέψαμε με κρασάκι και πληρώσαμε 25 ευρώ το άτομο.
Την αγαπάω την Αλεξάνδρα για τις μνήμες που έχω από αυτήν, αλλά θα την συνέστηνα με άνεση σε όποιον θελει να περάσει ένα ήρεμο και πολιτισμένο βραδυ, χωρις χλιδο-νεο ελληνικές μαγκιές, σε εναν πράσινο δροσερό κηπο με συντροφιά το καλό φαγητό και την παρέα του.
INFO: Ζωναρά 21 & Αργεντινής Δημοκρατίας 8Α, Νεάπολη Εξαρχείων, Τηλ.: 210 6420874. Ανοιχτά και μεσημέρι.
Έτσι ήταν από παλιά το «Αλεξάνδρα», θα συμφωνήσω. Καλό φαγητό και καλές τιμές. Πηγαίναμε κάποιες Κυριακές ως φοιτητές. Εντάξει, γεμάτο μεσήλικες το κατάστημα αλλά το φαγητό ήταν περίπου σπιτικό και προσιτό για το βαλάντιό μας (που συχνότερα μας έβγαζε στον «Κάβουρα» ή στο «Τηνιακό»…)
Νομίζω ότι η τελευταία φορά που πήγα ήταν πριν από 4-5 χρόνια, μετά από κάποια παράσταση, και θυμάμαι ότι δεν είχαμε απογοητευτεί.
Oraia Hstoria kai na meeis konta sthn giagia. H geroi exoun pola na poune, kai poli agapanai ta engonia tous.
Σταθερή αξία η Αλεξάνδρα, πάντα ωραίο σπιτικό φαγητό και καλοσυνάτοι άνθρωποι.